Υπήρξα Βουδιστής επί δέκα χρόνια. «Χειροτονήθηκα» μετά από επτά χρόνια μελέτης με τον δάσκαλό μου σε μια μικρή οικογενειακή γραμμή του Nyingma του Vajarayana (Θιβετιανού) Βουδισμού.
Είχα ένα Πνευματικό Δάσκαλο στην γραμμή αυτή τον οποίον αγαπούσα και συνεχίζω να αγαπώ. Ήταν, και συνεχίζει να είναι, παράδειγμα καλοσύνης στη ζωή μου. Χάρη στην δική του καθοδήγηση, άρχισα να βλέπω τον κόσμο πιο καθαρά και μεγαλόψυχα. «Χειροτονήθηκα» Ngakpa της γραμμής Nyingma. ΤοNgakpa είναι ταντρική «χειροτονία» (ιεροσύνη) η οποία αν και έχει όρκους (damsig), αυτοί δεν προϋποθέτουν παρθενία ή αποχή από κρέας και αλκοόλ.
Οι sangha μας δεν ήσαν αρνητές του σώματος, μόνο ακολουθούσαν την βασική μάθηση του tantra και dzogchen: και τα δύο αυτά βασίζονται στην μεταμόρφωση και όχι στην άρνηση του σώματος, καθώς και στις αιφνίδιες στιγμές ενόρασης οι οποίες τρεμοπαίζουν σε διάρκεια και ένταση και οδηγούν σε rigpa (κατάσταση νοός και αντίληψης που βασίζεται στην χαλάρωση που μας εισάγει στην φυσική κατάσταση διαφώτισης). Οι στιγμές εκείνες εγείρονταν δια της ενεργούς επέμβασης του δασκάλου μας, ή δια της ικανότητάς μας να μπαίνουμε «χαλαρά» μέσα στην υφή και την ποιότητα της εμπειρίας του «είναι» και του «μη-είναι» που ήταν το αποτέλεσμα των πρακτικών που είχαμε μάθει. Με το πέρασμα του χρόνου, οι στιγμές αυτές εξελίσσονται σε μια θεώρηση του κόσμου με όλο και περισσότερη καλοσύνη, ευγνωμοσύνη και συμπόνοια. Ο δάσκαλός μου συνήθιζε να λέει πως ο Βουδισμός είναι κατά 99% μέθοδος και 1% αλήθεια. Στον Βουδισμό, οι πρακτικές χρησιμοποιούνται για να αναπτυχθεί η διαύγεια και μια αίσθηση επαγρύπνησης που σε βοηθούν να διακρίνεις μια πραγματικότητα που δεν είναι διαστρεβλωμένη από νευρωτικά μυαλά και τις συνήθειες εξ αντιδράσεως.
Ήμασταν μια μη-λειτουργική γραμμή, εφαρμόζαμε μόνο την «καθιστική σιωπή» και τραγούδια γιόγκικα, προσευχές-mantra, και επιλεγμένες ψυχο-πνευματικές φυσικές ασκήσεις στον πυρήνα της πρακτικής μας. Πήγαινα σε προσκυνήματα σε ιερούς τόπους του Νεπάλ και συμμετείχα σε απομονώσεις με τον δάσκαλό μου και τις αδελφές και αδέλφια «vajra» από την Αμερική και την Ουαλία. Τα απομονωτήρια αυτά – είτε συνεργαζόμενα είτε μεμονωμένα – έδιναν πολύ μεγάλο νόημα στη ζωή μου. Και μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα πως βίωσα κάποια «ανοίγματα» απόψεως, διευρύνσεις προοπτικής και εμπειρίες που αποδίδω στον δάσκαλό μου και τις πρακτικές που μου δόθηκαν.
Ένα απόγευμα στα τέλη Ιανουαρίου του 1999, πήγα στον βωμό μου για την τακτική ημερήσια πρακτική μου. Συνήθιζα να αρχίζω με ένα γιόγκικο τραγούδι, έλεγα την προσευχή mantra, και μετά έκανα καθιστική σιωπή. Άναψα τα κεριά στον βωμό μου, και αφού τελείωσα το τραγούδι και την προσευχή μου, προχώρησα στην άσκηση σιωπής. Δεν μπορώ να πω πόση ώρα ακριβώς καθόμουν έτσι, όταν άκουσα ολοκάθαρα την φωνή μου να ξεστομίζει, με δικά μου λόγια, «Μου λείπει ο Ιησούς». Το είπα μεγαλόφωνα. Έμοιαζε σαν να βγήκε μέσω εμού, και όχι σαν να το πρόφερα εγώ ο ίδιος, όμως δεν επρόκειτο για έξωθεν φωνές. Ήταν ξεκάθαρο πως εγώ το είπα. Όταν είπα «Μου λείπει ο Ιησούς» αισθάνθηκα να γεμίζω με μια λαχτάρα. Δεν ξέρω πως αλλιώς να το ονομάσω. Άλγος. Πονούσα μέσα μου. Αισθανόμουν αυτόν τον απόλυτο νόστο και δεν το πίστευα. Προσπάθησα να συγκεντρώσω την προσοχή μου και την επαγρύπνηση, για να συνεχίσω τον διαλογισμό μου. Συχνά, κατά την διάρκεια του διαλογισμού, τυχαίνουν κάποιες ασυνήθιστες διαισθήσεις, οσφρήσεις, οπτικές απάτες, ίσως και ηχητικές: πρόκειται για ψυχο-πνευματικές ανωμαλίες που μας αποπροσανατολίζουν κατά την διάρκεια των σκέψεών μας και που εκπαιδευόμαστε να τις παρατηρούμε αποστασιοποιημένοι.
Οι σκέψεις έρχονται και πάνε μεν, αλλά η μέθοδος που εφάρμοζα επιδίωκε να μην προσκολλάται σε οποιαδήποτε σκέψη που θα με οδηγούσε σε μια εσωτερική αφήγηση ή ιστορία… Έτσι, έκανα μια απόπειρα να θεωρήσω αυτή την εμπειρία σαν ένα nvam(εμπειρία διαλογισμού) και να μην της δώσω και πολύ σημασία. Δεν κατάφερα όμως να ξανασυγκεντρωθώ, ούτε να χαλαρώσω. Σηκώθηκα από τη θέση μου. Σκέφθηκα πως μάλλον πρόκειται για προβολές από στιγμιότυπα της παιδικής μου ηλικίας. Παιδιάστικα πράγματα μανούλας-πατερούλη, και αγάπης που δεν χόρτασα ενώ την επιζητούσα σαν παιδί… Ναι, σίγουρα θα είχε σχέση με την Χριστιανοσύνη των παιδικών μου χρόνων… Αν και οι γονείς μου ήταν νομιναλιστές Χριστιανοί, είχα ανατραφεί ως Πρεσβυτεριανός λόγω της κοντινής απόστασης της εκκλησίας από το σπίτι μας. Οι γονείς μου πάντως δεν ήταν από αυτούς τους φανατικούς και επικριτικούς Χριστιανούς.
Τερμάτισα την άσκησή μου και πήγα στην κουζίνα, όπου άρχισα να πλένω τα πιάτα. Έκανα και μερικές δουλειές του σπιτιού και δεν το σκεφτόμουν ιδιαίτερα, με εξαίρεση την συνεχιζόμενη αίσθηση πόνου που δεν έλεγε να ελαττωθεί. Στάθηκε αδύνατο να αποτινάξω την εμπειρία, όσο επίμονα και αν το προσπαθούσα. Συνέχιζα να έχω μέσα μου εκείνον τον τρομερό πόνο που δεν μπορούσα να αγνοήσω, ούτε να εξηγήσω. Δεν το ανέφερα στην σύζυγό μου, όμως, ούτε μπορούσα να σταματήσω να το σκέπτομαι, ούτε να βρω ανακούφιση από το άλγος και τον πόνο.
Περάσαμε μια συνηθισμένη βραδιά, είδαμε λίγη τηλεόραση, κουβεντιάσαμε, και μετά πήγα στο ατελιέ μου να ζωγραφίσω. Είμαι ζωγράφος, και το ατελιέ μου επικοινωνεί με την αγροικία μας, και πολλές φορές κοιμάμαι εκεί όταν ζωγραφίζω μέχρι αργά. Ύστερα από μερικές άκαρπες προσπάθειες πάνω σε ένα καμβά που είχα αρχίσει, πήγα για ύπνο.
Εκείνη τη νύχτα, στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα, ξύπνησα από μια «παρουσία» μέσα στο δωμάτιό μου. Ήταν ο Νόστος. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το αποκαλέσω. Ένοιωσα μια «παρουσία νόστου» μέσα στο δωμάτιο. Ανησύχησα, μήπως κάποιος είχε μπει κρυφά μέσα στο σπίτι. Βγήκα από το κρεβάτι και έλεγξα όλα τα δωμάτια του σπιτιού. Δεν υπήρχε κανένας άλλος (εκτός από την σύζυγό μου) μέσα στο σπίτι, και αυτή κοιμόταν βαθειά. Αποφάσισα – μιας και ξαγρύπνησα – να κάνω καμία άσκηση, έτσι πήγα στον βωμό μου στο ατελιέ μου. Έκανα διαλογισμό για περίπου τριάντα-σαράντα πέντε λεπτά και επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Το επόμενο πρωί έλεγξα αν όλες οι πόρτες ήταν κλειδωμένες, και κάπως διστακτικά έριξα μια ματιά σε όλο το σπίτι, μήπως και βρω κάτι που να εξηγούσε εκείνη την «παρουσία». Κατοικίδια δεν έχουμε, οπότε, ρώτησα την Νταϊάν αν είχε σηκωθεί την νύχτα για κάποιον λόγο. Κοιμόταν συνεχώς.
Με ρώτησε αν συμβαίνει κάτι. Της είπα πως είχα σηκωθεί μέσα στη νύχτα, και πως δεν μπόρεσε να με πάρει ο ύπνος για κάμποση ώρα. Δίστασα να της πω οτιδήποτε περί της αίσθησης μιας «παρουσίας». Δεν ήθελα να την τρομάξω, και ούτε ήθελα να με περάσει για τρελό. Την επόμενη νύχτα πάλι μου «φώναξε» να ξυπνήσω. Δεν μπορώ να σας πω ακριβώς πώς αισθανόμουν, μόνο πως υπήρχε αυτή η «παρουσία» μέσα στο δωμάτιο. Δεν ήταν φώτα, δεν ήταν παραισθήσεις, δεν ήταν θόρυβοι, δεν ήταν φανφάρες, δεν ήταν τίποτε σχιζοφρενικό (απ’ όσα μπόρεσα να καταλάβω), όμως ήταν σίγουρα η αίσθηση πως κάποια παρουσία με καλούσε να ξυπνήσω. Μπορώ να το περιγράψω μόνο σαν «παρουσία Νόστου». Πονούσα μέσα μου, και νοσταλγούσα κάτι που δεν μπορούσα να περιγράψω… Ένοιωθα εκατομμύρια μίλια μακριά από την εστία μου.
Οφείλω να επισημάνω πως η ζωή μου ήταν αρκετά ευτυχισμένη. Η σύζυγός μου (ηλικίας εικοσιπέντε) και εγώ είμαστε ερωτευμένοι. Είμαστε και οι δύο ζωγράφοι, και κάναμε καλές δουλειές στον τομέα αυτό. Είχαμε μια μικρή αγροικία σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη της Βορείου Καλιφόρνιας, κοντά στο Σαν Φρανσίσκο που αγαπούσαμε. Είχα ένα υπέροχο πνευματικό δάσκαλο και είχα πάρει όρκους και ήμουν αφοσιωμένος στην Βουδιστική Γραμμή και στο μονοπάτι του. Και ήμουν αρκετά υγιής, για άντρα πενήντα-κάτι ετών και χοντρό. Γενικά, όλα ήταν ΟΚ. Καμία μεγάλη κρίση. Τίποτα που να συσχετιζόταν με την εμπειρία που περνούσα, ή την απίστευτη αίσθηση νόστου που ένοιωθα. Σαν να ήμουν ερωτευμένος, χωρίς να γνωρίζω με ποιόν ή με τι. Σαν να ήμουν έφηβος ερωτευμένος. Δεν μπορούσα να σταματήσω αυτόν τον πόνο, τον νόστο, το μπέρδεμα. Όλα ξεκίνησαν, όταν πρωτοείπα «Μου λείπει ο Ιησούς», όμως δεν παραδεχόμουν πως αυτό ήταν πράγματι η πηγή αυτού του πόνου. Πρέπει να ήταν κάτι άλλο. Αλλά δεν ήξερα τι. Είχα προσπαθήσει να το ξεμπερδέψω λογικά, κάνοντας ένα νοερό ευρετήριο πιθανών πηγών, κινήτρων, γεγονότων, που θα μπορούσαν να είχαν γεννήσει αυτόν τον νόστο. Είχα κολλήσει. Κανένα από αυτά που ήταν στην λίστα δεν έμοιαζε να εξηγεί την εμπειρία αυτού του νόστου, πολλώ μάλλον την αίσθηση της παρουσίας κάποιου μέσα στο δωμάτιό μου την νύχτα.
Επί μία εβδομάδα, με καλούσε να ξυπνήσω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Άρχισα να τρομάζω λιγάκι. Δεν διέθετα καμία εξήγηση για αυτά που συνέβαιναν, και καμία απολύτως ιδέα για το πώς να το χειριστώ. Παραδέχθηκα πως ήταν κάτι πέραν όλων όσων είχα βιώσει, και ήλπιζα πως θα με βοηθούσε ο δάσκαλός μου να καταλάβω και να αντιμετωπίσω τις εμπειρίες μου. Αν κάποιος θα μπορούσε να ξέρει τι ήταν αυτό που μου συνέβαινε, θα ήταν αυτός. Τελικά, επικοινώνησα με τον δάσκαλό μου στην Ουαλία και του αφηγήθηκα ολόκληρη την σειρά των εμπειριών μου. Μου έδωσε το όνομα μίας θεότητας του Θιβέτ που μπορούσα να επικαλεσθώ, καθώς και μια προσευχή-mantra που συσχετιζόταν με εκείνο το «Ον της Επαγρύπνησης» (το sangha μας χρησιμοποιεί τον όρο «Ον της Επαγρύπνησης» εν αντιθέσει με τον παραδοσιακό όρο «θεότητα»). Μου είπε πως αν συνέχιζαν οι εμπειρίες, να κάνω την άσκησή μου και να απαγγείλω την προσευχή-mantra που μου είχε δώσει.
Εκείνο το βράδυ με ξύπνησε πάλι η αίσθηση μιας «παρουσίας». Πήγα στον βωμό μου και άναψα τα κεριά. Εκάθησα σε σιωπηλό διαλογισμό για λίγο, πριν αρχίσω να λέω την προσευχή-mantra και να καλώ την Βουδιστική θεότητα που μου είχαν υποδείξει να χρησιμοποιήσω. Η μεσιτεία του ήταν ισχυρότατη. Επικράτησε μια βαθειά σιγή, και ένοιωσα μια ηρεμία και γαλήνη που διαπερνούσαν –μου φάνηκε– το δωμάτιό μου. Κάλεσα το όνομα της θεότητας όπως μου είχε υποδείξει ο Ρινποτσε (τιμητικός τίτλος για δάσκαλο Vajrayana που στην κυριολεξία σημαίνει Πολύτιμο Πετράδι). Προς μεγάλη μου έκπληξη, άκουσα μια φωνή να λέει «Εγώ δεν είμαι αυτό». Δεν μπορώ να σας πω από πού ερχόταν η φωνή αυτή. Μου φάνηκε σαν την δική μου φωνή, παρ’ ότι δεν θυμάμαι να ξεστόμισα εγώ εκείνες τις λέξεις. Δεν μπορώ να σας πω με ακρίβεια αν η φωνή αυτή ήταν εσωτερική ή εξωτερική, πάντως ήταν μια φωνή που είπε καθαρά και χαρακτηριστικά «Εγώ δεν είμαι αυτό».